ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΛΟΦΟΥ…
….που αποτυπώνονται στο κάτωθι κείμενο ουδεμία σχέση έχουν με φυσικά πρόσωπα, ούτε όμως μπορεί κανείς να εγγυηθεί για την ανυπαρξία τους.
Ακροβατούν ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα, σε σουρεάλ και υπαρκτές καταστάσεις, σε μπερδεμένες ημιτελείς λογικές. Έχουν διασχίσει πεδιάδες γνωρίζοντας την ευφορία, κατέκτησαν βουνά πετώντας ή κατρακυλώντας κάποιες φορές. Σημασία δεν έχει ο τρόπος, όσο το γεγονός ότι έπιασαν κορυφή.
Πού βρίσκονται όμως τώρα; Πατούν στη γη ή πετούν στα σύννεφα;
Ότι και να κάνουν, σημείο αναφοράς τους είναι ένας λόφος. Εκεί τους βλέπω να στέκουν αγέρωχοι και να αγναντεύουν ουρανό και θάλασσα, τις πεδιάδες και τα βουνά τους. Αποτελούν ενδιάμεσες οντότητες και είναι οι άνθρωποι με άνοια.
Το παρακάτω κείμενο δεν αποτελεί επιστημονικό άρθρο, δοκίμιο ή αφηγηματικό διάλογο. Είναι οι ταπεινές σελίδες ενός ημερολογίου που πιθανόν έχει φτάσει στο τέλος του, εσωκλείοντας προσπάθειες κατανόησης και αποκωδικοποίησης της συμπεριφοράς και ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης των ανοϊκών ατόμων.
Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΜΕΛΕΚΟΥ,
Κοινωνική λειτουργός
|| αποκλειστικό ||
|| Αφιερώνεται με πολύ σεβασμό και αγάπη σε αυτούς και τις οικογένειές τους ||
Η άνοια είναι ένα δάσος σε μόνιμο φθινόπωρο. Ένα δάσος με μεγαλοπρεπή δέντρα που αποχωρίζονται σταδιακά τα ξεθωριασμένα φύλλα τους, αφού τα σαγηνεύσει με μαεστρία στη δίνη του ο δυνατός βοριάς.
Ποτέ δεν μπόρεσα να επαναφέρω τα φύλλα στα δέντρα τους, ποιος το πέτυχε άλλωστε; Ίσως όμως με λίγα μαγικά κατάφερα το στροβιλισμό τους λίγο πριν σωριαστούν στη γη.
Η άνοια είναι μία νόσος που αρχίζει, εξελίσσεται και τελειώνει, παίρνοντας μαζί της και τον ίδιο τον ασθενή. Σταδιακά κλέβει, μνήμες, εμπειρίες, πρόσωπα, ιστορίες ολόκληρες. Τις αποκόπτει από τους ανθρώπους, όπως ο αέρας τα φύλλα των μαγεμένων δέντρων.
Η αίσθηση που είχα, όταν νόσησε η λατρευτή γιαγιά μου, ο πιο σημαντικός άνθρωπος στη ζωή μου μέχρι σήμερα, είναι ότι κάποιος την αντάλλαξε μέσα σε μία νύχτα. Και το πρωί τι; Αντίκριζα έναν άνθρωπο που είχε τη μορφή της, όμως δεν ήταν εκείνη.
Με την πάροδο του χρόνου, δουλεύοντας σε πλαίσιο κλειστής φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων και δη ανοϊκών ασθενών, διαπίστωσα πόσο σημαντικό είναι να συνεργάζεται κάποιος με τους συγγενείς-φροντιστές τους. Το συγγενικό δίκτυο αποτελεί από μόνο του ένα σώμα που πάσχει, καθώς συνίσταται σε έναν ζωντανό οργανισμό που βρίσκεται μέσα στο πρόβλημα.
Τις περισσότερες φορές οι φροντιστές των πασχόντων με άνοια χρίζουν μεγαλύτερης ψυχοσυναισθηματικής στήριξης από τους ίδιους τους ασθενείς.
Το σημαντικότερο όλων είναι η αποδοχή του προβλήματος με προέκταση τον εναγκαλισμό των συναισθημάτων τους . Άρνηση, θυμός, απογοήτευση, τύψεις, ενοχές, ντροπή, θλίψη. Όλα κατώτερα μεν πολύ έντονα δε και η παραδοχή τους δεν αποτελεί αισχύνη αλλά μία πραγματικά γενναία πράξη.
Σε αντίθετη περίπτωση, αυτές οι εναλλαγές που μπορεί να βιώνει κάποιος εντός του, πολύ πιθανόν να περάσουν σε τρίτους ή ακόμα να δημιουργήσουν συγκρουσιακές καταστάσεις που θα προσβάλλουν ολόκληρο το οικογενειακό δίκτυο.
Όμως οι ανοϊκοί ασθενείς έχουν ανάγκη από δεμένες οικογένειες. Από φροντιστές που συνεργάζονται μεταξύ τους και είναι συνειδητοποιημένοι και ενήμεροι για τα στάδια της νόσου και το τι ακριβώς θα επακολουθήσει.
Έχει παρατηρηθεί, ότι στα αρχικά στάδια, οι ιδιαίτερα έξυπνοι άνθρωποι, καταφέρνουν να “κρύβουν” την άνοιά τους. Αντιλαμβάνονται ότι μπορεί να έχουν πει κάτι το ασυνάρτητο και επιμελώς προσπαθούν να το καλύψουν. Σε κατάσταση αρχόμενης άνοιας οι ασθενείς, διατηρούν στην πλειοψηφία τους σε ικανοποιητικό βαθμό τις γνωστικές τους λειτουργίες με μία σταδιακή κατάργηση της βραχύχρονης μνήμης.
Στο ενδιάμεσο στάδιο της νόσου εκτός από τη μνήμη, παρατηρείται έκπτωση αντίληψης, σκέψης, προσοχής καθώς επίσης και διαταραχής του λόγου. Παράλληλα, μπορεί να συνυπάρχουν αποπροσανατολισμός στον χώρο και τον χρόνο, ψυχοκινητική ανησυχία, τάσεις φυγής ή και διαταραχές του ύπνου. Επίσης οι ασθενείς του ενδιάμεσου σταδίου, τείνουν να χάνουν τις ικανότητες στην αυτοεξυπηρέτηση, οπότε πολλές φορές, ίσως χρειάζονται βοήθεια με το φαγητό, την ατομική τους υγιεινή ή ακόμα συνοδεία για να μεταφερθούν από τον ένα χώρο στον άλλο.
Ίσως τελικά η άνοια να είναι μία πολυοργανική νόσος, καθώς σε τελικά στάδια έχει διαπιστωθεί ότι οι ασθενείς υποφέρουν από παθολογικές καταστάσεις. Συχνά παρουσιάζουν άρνηση στη σίτιση και την ενυδάτωση ή ακόμα αδυνατούν να καταπιούν την τροφή. Παράλληλα δεν μεταβολίζονται το ίδιο με έναν υγιή άνθρωπο, καθώς μπορεί να καταναλώνουν φυσιολογικές ποσότητες φαγητού αλλά παρόλα αυτά να χάνουν συνεχώς βάρος.
Και όπως πολύ ποιητικά είχε ειπωθεί από κάποιον καθηγητή- συνάδελφο κατά τη διάρκεια της ακαδημαϊκής μου φοίτησης, οι ασθενείς με άνοια “ξεχνούν” να αναπνέουν. Πράγματι ένα δευτερογενές αίτιο θανάτου στην άνοια ενδέχεται να είναι οι λοιμώξεις του αναπνευστικού.
Μέχρι να φτάσει όμως κάποιος εκεί, εμείς οφείλουμε να του φωνάζουμε ότι η ζωή είναι ωραία. Και να του το δείχνουμε. Με ένα φιλί, μια μεγάλη αγκαλιά, πολύ υπομονή και απεριόριστο χιούμορ, προσαρμόζοντας τη δική μας πραγματικότητα, στον δικό του παράλληλο κόσμο, έναν κόσμο σαν αυτό της Ριρίκας, της Βούλας ή της θείας Νένας:
|| ΡΙΡΙΚΑ ||
Η Ριρίκα γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά και ήταν μέλος πολύτεκνης οικογένειας. Ήταν τσαχπίνα και δουλευταρού και είχε ιδιαίτερη αδυναμία στις αδελφές και τη μητέρα της. Όταν παντρεύτηκε, μετανάστευσε με την οικογένειά της στον Καναδά, όμως ποτέ δεν σταμάτησε να νοσταλγεί τους δικούς της στην Ελλάδα. Όταν έμεινε έγκυος στο τρίτο της παιδί, η μητέρα της Ριρίκας πέθανε, κάτι που έμαθε ετεροχρονισμένα, καθώς για ευνόητους λόγους , της το απέκρυψαν .
Τα χρόνια πέρασαν, η Ριρίκα επέστρεψε Ελλάδα και τα μαλλάκια της ασπρίσανε. Έφυγαν και άλλοι άνθρωποι από τη ζωή της, ήλθαν όμως τα εγγόνια της και στην πορεία του χρόνου ήλθε και η άνοια.
Γνωριστήκαμε την πρώτη ημέρα που ήρθε στη Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων που εργαζόμουν:
– εσύ τι κάνεις εδώ;
– εγώ δουλεύω εδώ… είμαι η Μαρία. Εσύ;
– και εγώ ήρθα να δουλέψω εδώ!! How are you?
Κρατήθηκα για να μην γελάσω, αφενός με την αμερικανική προφορά και τα αναπάντεχα phrases της γιαγιάς και αφετέρου με τον τσαμπουκά και το νάζι της.
Η Ριρίκα μέχρι σήμερα θεωρεί ότι εργάζεται στο μέρος που την φιλοξενεί και πολλές φορές τη βλέπω να κατεβαίνει στην είσοδο του κτιρίου με το υπόλοιπο προσωπικό και να κατευθύνεται στην έξοδο.
“Τελείωσα τη βάρδια μου (μού λέει), μην με καθυστερείς άλλο γιατί με περιμένει η μάνα μου στον Πειραιά!!”
Για τη Ριρίκα ο πατέρας της μπορεί να έχει πεθάνει, όμως η μητέρα της ζει ακόμη. Η ίδια αν την ρωτήσετε την ηλικία της θα σας πει ότι είναι 22 χρονών και αν τη συναντήσετε μεσημέρι θα τη δείτε να αναβιώνει αυτό το τέλος της βάρδιας της περιμένοντας στοϊκά να γυρίσει στη μητέρα της.
Μία φορά μάλιστα με κατσάδιασε γιατί της έχασα την κάρτα εργασίας της και βιάζονταν να τη “χτυπήσει” καθώς άλλη μία μέρα είχε φτάσει στο τέλος της:
– But you are in a double shift to day darling!
– Τι; Διπλοβάρδια;
– Βεβαίως! Το βράδυ σχολάς.
– Το βράδυ σχολάω, αλλά δεν βλέπω να πέφτει το παραδάκι!!!
Η Ριρίκα μέχρι σήμερα εκτελεί διπλές βάρδιες και το παραδάκι πέφτει σε φιλιά και αγκαλιές και κάπως έτσι εξωραΐζουμε την κατάσταση.
Για τη δική της περίπτωση πολλές φορές πέρα από χιούμορ και υπομονή, συνίσταται αυτοσχεδιασμός και συγκατάβαση για το εκρηκτικό ταπεραμέντο της.
|| ΒΟΥΛΑ ||
Η Βούλα ήταν μία κοκέτα γιαγιά που της άρεσαν οι κούρες ομορφιάς και οι παρέες με συνομήλικες. Για την ίδια, συνομήλικη ήμουν εγώ και η κόρη της.
Πολλές φορές όταν με έβλεπε μόνη στο γραφείο ερχόταν σαν διστακτικό animation κουτάβι συνοδευόμενη από το “Π” της (είχε αστάθεια). Στο μέσον του περιπατητηρα της είχε κρεμάσει ένα τσαντάκι με τα καλλυντικά της και το τσιμπιδάκι φρυδιών.
Πάρκαρε το “όχημά” της στο υπερτεράστιο – τύπου γραφείο μου και μου ζητούσε να της βάλω κρέμα προσώπου και να της βγάλω τα φρύδια.
Συμφωνούσαμε να κάνω το ένα από τα δύο, γιατί συνήθως δεν προλάβαινα. Όσον αφορά την κρέμα προσώπου, δεν είχα και της έβαζα κρέμα χεριών, κάτι που δεν της είπα ποτέ, αλλά και να το έκανα δεν νομίζω να μου κράταγε κακία.
Σε αντάλλαγμα εκείνη μου χτένιζε τα μαλλιά και με έβαζε να κάνω αριθμητικές πράξεις- μάλλον θα είχε καταλάβει ότι επρόκειτο περί στόκου στα μαθηματικά-.
Η Βούλα ήταν κωφή και από τα δύο αυτιά, πρόβλημα που είχε από κοριτσάκι ακόμα, όμως αυτό δεν την εμπόδισε ποτέ να είναι μια υπέροχη χαρισματική γυναίκα με αυτοπεποίθηση, σπίρτο πραγματικό.
Διέκοψε απότομα το σχολείο, λόγω του κατοχικού πολέμου και όμως της είχε μείνει απωθημένο που δεν μορφώθηκε. Γι ‘ αυτό και όταν η κόρη της ετοίμαζε το σικ βαλιτσάκι της για να την φέρει κοντά μου της έβαλε με πολύ αγάπη ένα vintage παλιού τύπου γλωσσάρι για να μην παραλείπει την καθημερινή της μελέτη.
– Από πού είσαι;
– Από τον Πειραιά
Κάθε φορά που με έβλεπε να έρχομαι, καθισμένη στον κεντρικό καναπέ, φώναζε: ήρθε η μάνα μου από τον Πειραιά!!!
Μπορεί να μην θυμόταν το όνομά μου, όμως και μόνο το γεγονός ότι κατάφερε να συγκρατήσει αυτή την μικρή πληροφορία για εμένα με έκανε να νιώσω μεγάλη τιμή.
Η γλυκιά και όμορφη Βούλα τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε μόνιμη κούρα ομορφιάς, έτσι θέλω να νομίζω και έτσι πιστεύω. Η μετάβασή της έγινε με τη συγκατάθεσή της, το γνώριμο ξεχωριστό της στυλ και την απεριόριστη αγάπη των δικών της ανθρώπων.
Ίσως να ήμουν και εγώ μέσα.
|| ΘΕΙΑ ΝΕΝΑ ||
Η θεία Νένα κατέφτασε μία καυτή ημέρα του καλοκαιριού, κατάκοπη καθώς πρωτίστως νοσηλεύονταν σε νοσοκομείο, βρίζοντας την ανιψιά και όλους τους παρευρισκόμενους, γιατί στην ουσία δεν ήθελε να παραμείνει σε Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων.
Μου άρεσε καθώς ήταν παράξενη, πνευματώδης και εξαιρετικά κουτσομπόλα, καθώς με παρέπεμπε στην κρητικιά γιαγιά μου. Κουβαλούσε μία παράξενη ντοπιολαλιά που γινόταν ακόμη πιο αστεία όταν δεν φορούσε τη μασέλα της. Το concept συμπλήρωναν οι εκφραστικές γουρλωτές της ματάρες, προϊόν εξώφθαλμου θυρεοειδούς.
Μου άρεσε να την γαργαλάω και να με βρίζει. Μου άρεσε να την πειράζω και να με βρίζει. Μου άρεσε να την σοκάρω με ΄΄βρωμοκουβέντες΄΄ γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος να αποσπάσω ένα πνιγμένο της μειδίαμα. Μία φορά μάλιστα δεν συγκρατήθηκε και έβαλε τα γέλια.
Εμείς οι δύο θα τα πάμε καλά γιατί είσαι λίγο στριμμένη (της είπα όταν την πρωτοείδα)
Σε παλαβούς με φέρατε; (απευθύνθηκε στην ανιψιά της)
Δεν ξέρω αν την έφερα στα μέτρα μου ή αν συναντηθήκαμε κάπου στη μέση, πάντως το σίγουρο είναι ότι αποδέχτηκε την παλαβομάρα μου.
Η Θεία Νένα, επίσης με επισκέπτονταν στο γραφείο και με βοηθούσε με διάφορες εργασίες. Παράλληλα έβλεπε κόσμο να πηγαινοέρχεται και κάθε φορά με ρωτούσε, ποιος ήταν αυτός, ποιος ο ένας, ο άλλος. και όταν δεν της απαντούσα στράβωνε πολύ και γούρλωνε τα αστεία της μάτια.
Μια φορά δε, που κατέβαινε η Ριρίκα (ξέρετε η γιαγιά που αναφέρεται πιο πάνω↑) γιατί είχε τελειώσει η βάρδια και ήθελε να πάει στη μαμά της, έπεισα τη Νένα να προσποιηθεί τη μαμά της Ριρίκας από το τηλέφωνο ενδοεπικοινωνίας για να τη μεταπείσει να μην φύγει:
Έλα Ριρίκα, η μαν’ σ είμι. Δεν είμι σπιτ!! Μην ελθς.. (καταλαβαίνετε και ντοπιολαλιά και έλλειψη μασέλας)
Καλέ αυτή δεν είναι η μάνα μου.. αυτή μιλάει ξένες γλώσσες!!
Τιιιιιι;;;; ιγού φταίου που ξεχας να βάλου τη μασέλα μ;;
Δια του λόγου το αληθές η σκηνή ήταν επική και πολύ χαριτωμένη και φυσικά λύθηκα από τα γέλια.
Η άνοια της θείας Νένας ήταν αρχόμενη οπότε δεν μπορούσες εύκολα να την καταλάβεις.
Η εξέλιξή της ήταν γρήγορη και αναπάντεχη, όταν η λατρευτή μου Νένα αποφάσισε να υπογράψει παραίτηση. Ωστόσο φρόντισε να με καθησυχάσει, πριν καταπέσει, ότι εκεί που θα πήγαινε θα έβρισκε την επίσης στριμμένη γιαγιά μου για να έχει κάποιον παρόμοιο με εμένα και να κάνει παρέα.
Εντάξει, λοιπόν ίσως τα πρόσωπα να μην ήταν τόσο ανύπαρκτα, όπως αναφέρεται εξαρχής, όμως τα ονόματά τους έχουν διαστρεβλωθεί λιγάκι, λόγω διαφύλαξης προσωπικών δεδομένων.
Το να μπορεί κάποιος να αποδώσει αξιοπρέπεια και ακεραιότητα σε έναν ανοϊκό ασθενή, αποτελεί μία δύσκολη συνθήκη, λόγω αυτής καθαυτής της νόσου, όμως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι άνθρωποι μας φωτίζουν τον δρόμο. Μας φέγγουν πάνω από τον δικό τους προσωπικό λόφο…
Για το Γλυφάδα metropolitans:
ΜΑΡΙΑ ΜΕΛΕΚΟΥ,
Κοινωνική λειτουργός
