Μάς ενημερώνει η Κοινωνική Λειτουργός, Μαρία Μελέκου (Τελειόφοιτη ΜΠΣ, διαχείριση γήρανσης και χρονίων νοσημάτων), με το εξαιρετικό επιστημονικό της άρθρο.

 

Νεότερα επιδημιολογικά δεδομένα αναφέρουν αυξανόμενη επικράτηση του χρόνιου πόνου και της ευπάθειας κατά τη διαδικασία της όψιμης εξέλιξης. Ο πόνος ως υποκειμενικό σύμπτωμα αποτελεί πρόκληση υπό την έννοια της καλύτερης δυνατής διαχείρισής του και πολύ περισσότερο για τον ηλικιωμένο πληθυσμό, όπου οι όποιες φυσιολογικές αλλαγές δύνανται να επηρεάσουν τη δράση και το μεταβολισμό των φαρμάκων.

Βασική ένδειξη στα πλαίσια της κλινικής εμπειρίας, είναι ότι ο πόνος αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς για τους γηριατρικούς ασθενείς με προηγμένη ευπάθεια. H μεταβαλλόμενη φυσιολογία και οι νευροεκφυλίσεις επηρεάζουν ολιστικά την γενικότερη κατάσταση της υγείας τους. Η αλληλεπίδραση των διαφόρων παθολογιών σε συνδυασμό με αυτή καθαυτή τη διαδικασία της γήρανσης, οδηγεί σε φυσιολογικές αλλαγές με βασικό χαρακτηριστικό την μειωμένη απόκριση σε στρεσογόνους παράγοντες και κατ’ επέκταση ευπαθείς καταστάσεις όπως λειτουργική έκπτωση, πτώσεις, κατάγματα και εκτεταμένες νοσηλείες. Η διαγνωστική εκτίμηση της ευπάθειας προϋποθέτει την παρουσία τουλάχιστον τριών από τους πέντε εξής παράγοντες: ακούσια απώλεια βάρους, αδικαιολόγητη κόπωση, αδυναμία χειρολαβής, ελλειμματική ισορροπία και βάδιση, και απόσυρση από φυσικές δραστηριότητες. Επιπλέον, η γνωστική έκπτωση, η σαρκοπενία (μυϊκή ατροφία),και η κατάθλιψη όψιμης έναρξης αποτελούν συνήθη χαρακτηριστικά των ευπαθών ηλικιωμένων ασθενών.

Εντούτοις, με την ταυτόχρονη αύξηση των νευροεκφυλιστικών αλλαγών και πολλαπλών συννοσηροτήτων, αυξάνονται και τα ποσοστά επικράτησης του πόνου για αυτή την  ηλικιακή κατηγορία. Σύμφωνα με συγκεκριμένα δεδομένα τα ποσοστά αυτά ανέρχονται σε 50- 75%  και αντανακλούν υποδιαγεγνωσμένων και κατ’ επέκταση υποθεραπευόμενων περιστατικών. Τοιουτοτρόπως ο μη ελεγχόμενος πόνος τείνει να οδηγεί σε έκπτωση ή αποχή από τις καθημερινές δραστηριότητες (ADL’s), διακυμάνσεις της διάθεσης, μειωμένη κινητικότητα και γνωστική έκπτωση.

Αυτές οι καταστάσεις τείνουν να οδηγούν σε επιμέρους συννοσηρότητες όπως εν τω βάθει φλεβικές θρομβώσεις, πνευμονική εμβολή, κατάγματα και εν τέλει κακή ποιότητα ζωής ( μη ευδόκιμη γήρανση).  Επομένως η πρώιμη και αποτελεσματική διαχείριση του πόνου υφίσταται ως  η απόλυτη προτεραιότητα.

Ένα άλλο μείζων ζήτημα στη διαχείριση  των γηριατρικών ασθενών με χρόνιο άλγος, είναι ότι λόγω των επερχόμενων φυσιολογικών και παθολογικών αλλαγών, προκύπτουν διαφοροποιήσεις στη φαρμακοδυναμική και φαρμακοκινητική των φαρμάκων. Για παράδειγμα, οι φυσιολογικές αλλαγές που παρατηρούνται στο ήπαρ (συρρίκνωση, μειωμένη ροή αίματος, μείωση αριθμού ηπατικών ενζύμων και πρωτεινοσύνθεσης, φθίνουσα διαδικασία ανάπλασης  των ιστών του ήπατος), δύνανται να επιφέρουν επιδράσεις όπως μείωση του ορού αλβουμίνης και μειωμένη απόκριση για τις φαρμακευτικές ουσίες που μεταβολίζονται σε αυτό  , σε ποσοστό 30-40%. Οι επιδράσεις από τη χρήση φαρμακευτικών σκευασμάτων γι’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση, δύναται να επιφέρει αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα με ταυτόχρονο, υψηλό κίνδυνο τοξικότητας για το άτομο.

Ωστόσο και πέρα από όλα τα παραπάνω οι ιδιαιτερότητες στη φροντίδα ασθενών με χρόνιο άλγος τείνουν να εμπλέκουν και κάποια εμπόδια, συνδεόμενα με περιορισμούς και προκαταλήψεις είτε από πλευράς αυτών καθαυτών των ασθενών, είτε των ειδικών υγείας που εμπλέκονται στη φροντίδα τους.

Η ελλιπής πληροφόρηση μπορεί να οδηγήσει τους ασθενείς σε παρανόηση και εσφαλμένα συμπεράσματα ( εξέλιξη της ασθένειας, ο πόνος αποτελεί επίπτωση της όψιμης ηλικίας και είναι μη θεραπεύσιμος, η λήψη φ/α επί πόνου θα πρέπει να αποτελεί την έσχατη επιλογή). Επίσης ο φόβος ( για εθισμό, ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων, απώλεια της ανεξαρτησίας), η προσωπικότητα ( άρνηση στη λήψη αγωγής, συνεργασίας με νεότερους ειδικευόμενους) , το πολιτισμικό υπόβαθρο και οι ενυπάρχουσες νοσολογικές οντότητες (κατάθλιψη, άνοια,  γνωστική έκπτωση), όλα τα παραπάνω αφορούν παραμέτρους που δύνανται να λειτουργούν ως τροχοπέδη στη διαχείριση των  ηλικιωμένων πάσχοντων  επί χρόνιου πόνου.

Επιπρόσθετα, η έλλειψη γνώσης και εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας ( αξιολόγηση και διαγνωστική εκτίμηση του πόνου, ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων, ο τρόπος μη φαρμακευτικής διαχείρισης αυτών περιστατικών), η έλλειψη χρόνου, η έλλειψη τυποποιημένων οδηγών και εγχειριδίων επί πόνου, αλλά και οι προκαταλήψεις ( ικανοποίηση του ασθενή, φόβος εθισμού από τη χρήση οπιοειδών), συχνά οδηγούν σε μη έγκυρη διάγνωση, αναποτελεσματική διαχείριση και γενικότερη καθυστέρηση στη διαγνωστική και θεραπευτική απάντηση γι’ αυτή τη συγκεκριμένη κατηγορία ασθενών. [1]

 

 

 

[1] Rastogi, R., & Meek, B.D. (2013), Management of chronic pain in elderly, frail patients: finding a suitable, personalized method of control. Clinical Interventions in Aging, 8, pp. 37-39