|| Άποψη ||
Ο Oscar Wilde κάποτε μας δήλωσε πως “Η τέχνη είναι μια επινόηση παντελώς άχρηστη.”· φυσικά, δεν μπορεί παρά να επρόκειτο για ένα ακόμη από τα γνωστά σαρκαστικά του ευφυολογήματα, σχετικά με τον σύγχρονο σ’ εκείνον τρόπο ζωής της μπουρζουαζίας που τον περιστοίχιζε στην ακμή της καριέρας του. Και να ‘μαστε στο σήμερα, σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά, βλέποντας την παραπάνω ρήση να επαληθεύεται· διότι, η τέχνη εξακολουθεί, ως επί το πλείστον, να μην θρέφει τους δημιουργούς της, αλλά αντίθετα να γεμίζει τις τσέπες όλων όσων αντιμετωπίζουν τα έργα ως επένδυση, ή με άλλα λόγια ως ενέχυρα. Σαφώς, η θέση του κράτους σε τούτο ο αλισβερίσι είναι δεδομένη: οι ποιητές τελειώνουν εκεί όπου αρχίζουν οι σαράφηδες.
Ως καλλιτέχνης στην Ελλάδα του τώρα, καταβάλλω τους φόρους μου κανονικά, και… με το παραπάνω! Σε αντάλλαγμα όμως γι’ αυτή μου την προσφορά, το κράτος προσφέρει τίποτα· δηλαδή, όχι δημόσια ασφάλιση, όχι κάποιο επίδομα σε έκτακτες περιστάσεις (π.χ. επιδημία), όχι ένσημα, και συνεπώς καμία ελπίδα για συνταξιοδότηση στο μέλλον. Επομένως, εύλογα προκύπτει η απορία του πού πάνε αυτά τα χρήματα που υποχρεωτικά κρατούνται από τις εκάστοτε αμοιβές μου. Ρητορικό το ερώτημα· όχι μονάχα για εμένα προσωπικά, αλλά και για τόσους άλλους συναδέλφους και μη, διασπαρμένους σε ποικίλους εργασιακούς κλάδους.
Παρά τις καινοτόμες αντιλήψεις, τις πρωτοπόρες ιδέες, τους νεότερους ανθρώπους που καταλαμβάνουν καίριες θέσεις στον τομέα του επιχειρείν, εξακολουθεί δυστυχώς να πλανάται το στερεότυπο του «μποέμ καλλιτέχνη»· ενός ανθρώπου ο οποίος είναι υπεράνω χρημάτων, επιρρεπής σε καταχρήσεις, είναι μονίμως αντιδραστικός, συχνάζει σε καταγώγια, είναι απεριποίητος, χλευάζει την τάξη, ζει κατ’ επιλογήν στο περιθώριο κι ακόμη, έχει ασπαστεί μοιρολατρικά την ιδέα πως κάνει αποκλειστικά τέχνη με σκοπό ν’ αποκτήσει δόξα μετά θάνατον, όταν πια τα έργα του θα κρεμαστούν μετά τιμών σε κάποιο ευυπόληπτο μουσείο. Ναι, οι καλλιτέχνες συχνά είμαστε πιο ελεύθερα πνεύματα, πιο ανένταχτοι, πιο ονειροπόλοι· ας πούμε ότι βλέπουμε τον κόσμο λίγο διαφορετικά· όμως, αν παύαμε να βλέπαμε τον κόσμο από μιαν άλλη σκοπιά, θα παύαμε την ίδια στιγμή να ήμαστε και καλλιτέχνες. Το παραπάνω στερεότυπο όμως, δεν γίνεται να μην παραδεχτούμε πως πρόκειται για μια παρανοϊκή, παρατραβηγμένη εκδοχή μας βασισμένη σε εξαιρέσεις, η οποία βαραίνει απάνω μας σαν πέλεκης, χρίζοντας μας άτομα ακατάλληλα για ένταξη σε κοινωνικά καθώς κι εργασιακά περιβάλλοντα.
Ας παραμερίσουμε όμως τούτη την επίκτητη ιδέα σχετικά με την υπόσταση των καλλιτεχνών κι ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε έναν κόσμο δίχως τέχνη. Ίσως, να είχαμε ν’ αντιμετωπίσουμε μιαν άχρωμη πολιτεία, δίχως πρίσματα· όπου όλοι ανεξαιρέτως θα ήμαστε ντυμένοι στα μαύρα, πενθώντας την ίδια μας την ζωή μέσα σε σπίτια άχαρα, άκαμπτα, νεκρικά· με διάκοσμους αβάστακτα πανομοιότυπους, που θα καθιστούσαν τις ημέρες μας απαράλλαχτες, στενεύοντας τους διαδρόμους και ψηλώνοντας τα ντουβάρια. Τούτα τα γκρίζα τέρατα θα κατασπάρασσαν τις σάρκες μας και θα ροκάνιζαν σαν σκόροι τον χρόνο. Οι δρόμοι θα ήταν άταχτοι, ο ένας θα χάρασσε τον άλλο αφηρημένα, μην οδηγώντας πουθενά. Θα υπήρχαν μαθηματικά, μα δεν θα υπήρχε γεωμετρία· αρμονία. Κι έτσι, οι άνθρωποι θα βυθίζονταν ολοένα και περισσότερο στην άβυσσο της σιωπής, αντί να λικνίζονται παράλληλα με μουσικές πρωτάκουστες. Ακόμη, δεν θα υπήρχε ούτε μια φωτογραφία· ούτε ένας πίνακας να ταρακουνήσει την μνήμη που ολοένα ξεθωριάζει. Το αλάτι θα άφριζε στους ωκεανούς καταδικάζοντας τα φαγητά μας να παραμένουν το ίδιο άνοστα με τους βίους μας· κι όσο για τον λόγο, βιβλία δεν θα γράφονταν· περιοδικά κι εφημερίδες δεν θ’ ανέμιζαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας στα πεζοδρόμια. Το θέατρο κι το σινεμά δεν θα ‘χαν ποτέ τους εφευρεθεί, μιας και δεν θα αναγνωρίζαμε το συναίσθημα ώστε να το αναπαραστήσουμε· δεν θα ψηλαφίζαμε τον ίδιο μας τον εαυτό μέσα στο χάος της ομογενοποίησης. Και, κάπως έτσι, θα ξέφτιζαν οι γλώσσες· πολύ απλά θα στέρευε η λογική, η φαντασία, το συναίσθημα…η ίδια μας η ικανότητα για σκέψη.
Η τέχνη μπορεί να βρίσκεται στα τάρταρα της εργασιακής τάξης· ένας μέσος καλλιτέχνης δεν θα τα βγάλει πέρα εύκολα οικονομικά αν δεν κάνει παράλληλα και κάποια δεύτερη δουλειά, άσχετη του ενδιαφέροντος του, όμως αναρωτηθείτε πόσες επιχειρήσεις θα επιβίωναν χωρίς γραφίστες, μουσικούς, φωτογράφους, σκηνοθέτες, ηθοποιούς σεναριογράφους και τόσες άλλες παρασκηνιακές μονάδες ταγμένες στην τέχνη τους. Ακόμη, σκεφτείτε πόσο διαφορετικοί και ίσως άδειοι θα ήμαστε, πόσο μόνοι, αν δεν είχαμε αυτή την πληθώρα, καταγεγραμμένων σε σελίδες και φιλμ, ιστοριών να μας συντροφεύουν ανά πάσα στιγμή από την παιδική μας ηλικία. Και, όλα αυτά χάρη σε κάποιους που τόλμησαν να απαρνηθούν την ασφάλεια ενός σταθερού μισθού λέγοντας την αλήθεια τους, δοκιμάζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την τύχη τους.
Οι καλλιτέχνες, λοιπόν, που τόσο απάνθρωπα τους γυρνά την πλάτη το κράτος· αφήνοντας τους, επιπλέον, παντελώς απροστάτευτους ενάντια στον αιμοδιψή ιδιωτικό τομέα, δεν είναι παρά η κινητήριος δύναμη του κάθε τι που γεύεσθε, βλέπετε, ακούτε, αγγίζετε. Ήταν, είναι και θα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όχι μόνο αυτών που ονομάζουμε κουλτούρα, παιδεία και πολιτισμός, αλλά κυρίως της ίδιας μας της υπόστασης. Σ’ εκείνους οφείλουμε την ύπαρξή μας ολάκερη κι ακόμη, τους οφείλουμε μια συγγνώμη, ένα ευχαριστώ και καλύτερες συνθήκες διαβίωσης· γιατί, ερχόμενοι σε τούτο τον κόσμο μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους.
Ευχαριστούμε την κ. Αδαμοπούλου για τις πληροφορίες και τον σχεδιασμό των εικαστικών του άρθρου.
Η Μαριάννα Αδαμοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Λονδίνο Art & Design κι έκτοτε ασχολείται ενεργά με το Graphic Design. Ακόμη, είναι μουσικός καθώς και συγγραφέας, έχοντας γράψει, μεταξύ άλλων, το Best Seller «Η Πόρνη» εκδόσεις iWrite, Αθήνα 2018.
follow us on twitter