Μικρές, Ανυπέρβλητες Τελείες…
Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΜΕΛΕΚΟΥ, Κοινωνική λειτουργός
|| Αποκλειστικό ||
Η αναμονή ήταν από ανέκαθεν για μένα, μία κατάσταση που απλώς ενισχύει τον ψυχαναγκασμό του ατόμου.
Ανεξάρτητα αν αυτό που περιμένει κανείς έχει δεδομένη θετική ή αρνητική έκβαση, για τον δικό μου εγκέφαλο δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί μία εξαιρετικά αγχώδη και περιττή διαδικασία.
Πολλές φορές έχω προσπαθήσει να μετουσιώσω όλο αυτό το συναίσθημα σε εικόνα και το μοναδικό πράγμα που βλέπω είναι έναν διάδρομο. Ναι, έναν άχαρο, στενόμακρο, αέναο διάδρομο που δεν έχει τελειωμό. Στο διάβα σου αφήνεις πόρτες, ίδιες ή διαφορετικές, παράθυρα με φως και παράθυρα με κλειστά φύλλα, όμως δεν φτάνεις ακόμα εκεί που θέλεις ή ακόμα χειρότερα δεν νιώθεις να σταματήσεις. Όταν όμως το κάνεις, ίσως και να βρίσκεσαι στο σωστό σημείο.
Αυτός ο διάδρομος πήρε σάρκα και οστά όταν έχασα την Αμαλία, ετών ογδόντα δύο. Κανονικά δεν θα έπρεπε, ίσως γιατί όφειλε να ήταν μία τυπική διαδικασία που οριοθετείται σε αυστηρά επαγγελματικά πλαίσια, όπως εκατοντάδες άλλες. Και ίσως διότι είχα προλάβει να ενσωματώσω στο σκληρό μου δίσκο όλους εκείνους τους απαραίτητους μηχανισμούς άμυνας.
Όμως η Αμαλία φρόντισε να είναι πληθωρική από μέσα προς τα έξω. Και εξαιρετικά αθυρόστομη. Αν υποθέσουμε ότι είχα μία δεύτερη ευκαιρία μαζί της, το πρώτο πράγμα που θα έκανα θα ήταν να σκίσω το ιστορικό της και να το γράψω πάλι από την αρχή. Εκεί, θα στοίβαζα όλα τα κουτσομπολιά που μου έλεγε στο αυτί, όλα τα σόκιν ανέκδοτα που μου ψιθύριζε χαμηλόφωνα και το τελευταίο επαίσχυντο τραγουδάκι που μου άφησε στη μέση. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το ίδιο εκείνο άσμα χαρίζει γέλιο σε πολλούς άλλους ακόμα και ας είναι ημιτελές και ας μην ξέρουν τον δημιουργό του. Είμαι σίγουρη όμως, ότι την ίδια στιγμή εκείνη μου ψιθυρίζει το άλλο μισό, για να το τραγουδήσω “δια λογαριασμό” της, πετώντας μου ταυτόχρονα τα “γαλλικά” της, συγχυσμένη που δεν είμαι εις θέσιν να τα ακούσω…
Η γλυκιά μου Αμαλία αποφάσισε να μετακομίσει ξαφνικά μεν, αναίμακτα δε. Όμως μέσα σε όλη της τη βιασύνη δεν πρόλαβα να τη χαιρετήσω. Θυμάμαι λοιπόν να διασχίζω με απροθυμία και βιασύνη τον διάδρομο εκείνο του δεύτερου ορόφου της Μονάδας. Η Αμαλίτσα μου είχε φύγει, ενώ εγώ είχα προλάβει μόνο το ¼ της τελευταίας της αναπνοής. Με άφησαν να την αποσυνδέσω από το οξυγόνο, να της βγάλω τα “γυαλάκια” από τη μύτη και να της δώσω ένα τελευταίο φιλί στις ωχρές αλλά ακόμα πληθωρικές μαγούλες της. Η ίδια βέβαια φρόντισε να με καθησυχάσει, αν θυμάμαι καλά από μία υποψία μειδιάματος της τελευταίας επίγειας έκφρασης, του αλαβάστρινου προσώπου της.
Μεσούσης όλης αυτής της κατάστασης, οι διάφορες σκέψεις έδιναν και έπαιρναν:
“Δεν θα ξανακούσω τη φωνή της, δεν θα ξανά τσακωθούμε, δε θα με ξαναβρίσει, δεν, δεν, δεν….”
Και μετά από το καθαρά εγωιστικό κομμάτι, οι φιλοσοφικού τύπου ανησυχίες:
“Δε μπορεί απλά να μην υπάρχει όλο αυτό, πού πάνε οι σκέψεις και τα συναισθήματα αυτού του ανθρώπου, η προσωπικότητά του, το μέσα του;”
Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για απλή εκλογίκευση ή για κοινωνικο-θεολογικού τύπου άποψη, αλλά πιστεύω ότι το Αμαλάκι μου υφίσταται και είναι καλά.
Ο θάνατος είναι ένα αναπόφευκτο γεγονός και όπως όλα τα αναπόφευκτα, η ζωή, ο έρωτας ή οι ανθρώπινες σχέσεις να διακρίνεται για το πολυσήμαντο της έννοιας του.
Για να πεθάνεις πρέπει πρώτα να έχεις ζήσει, αλλά μερικές φορές συμβαίνει το αντίθετο. Για να ζήσεις θα πρέπει πρώτα να πεθάνεις.
Αυτό νομίζω ήταν που έλεγε και η γιαγιά Αμαλία:
“Αν μπορείς να καταστείλεις την αναμονή να το κάνεις. Αν χρειαστεί να βάλεις τελείες στη ζωή σου, να το επιχειρήσεις. Μην διστάσεις. Μην αφήνεις το χρόνο να περιμένει.”
Αυτά τα λόγια με κάνουν να σκέφτομαι, ότι οι χειρότερες απώλειες βρίσκονται στο μέσον του διαδρόμου και όχι στο τέλος του. Λόγια που θέλαμε να πούμε και δεν είπαμε, πράξεις που χρειάζονταν να κάνουμε και δεν κάναμε, σχέσεις που βαλτώσανε, ρουτίνες που καθιερώθηκαν, ανιαροί συμβιβασμοί, ανεπίλυτα ασυμβίβαστα.
Το ζήτημα είναι –και ας φαίνεται πλεονασμός- να ζούμε τη ζωή, όπως εμείς τh θέλουμε. Όταν αυτό δεν γίνεται, ίσως φταίει το γεγονός που δεν εκτιμάμε τα δικά της σημεία στίξης. Να μην αφήνουμε τα θαυμαστικά και τις παρενθέσεις στη μοίρα τους, να απαντάμε στα ερωτηματικά, να συνεχίζουμε κανονικά στις άνω τελείες.
Και οπωσδήποτε να μην ξεχνάμε να αλλάζουμε παράγραφο στις ανυπέρβλητες τελείες μας.
Πιθανόν κάποια στιγμή να σπάσει η μύτη του μολυβιού μας, όμως αυτή η γενναία πράξη θα είναι που θα γεμίσει το βιβλίο μας με κεφάλαια.
Για το Γλυφάδα metropolitans
Γράφει η Μαρία Μελέκου, κοινωνική λειτουργός