|| Άποψη ||
μπορεί να είμαστε στο κατώφλι του 21ου αιώνα, όμως παρ’ όλα αυτά η γυναικεία υπόσταση εξακολουθεί να είναι φιλτραρισμένη, καθώς κι αποδομένη μέσα από την αντρική σκοπιά. Με μια γρήγορη ματιά στην σύγχρονη κυρίως ιστορία της τέχνης, αλλά και στην ευρύτερη ιστορία, κανείς θα συναντήσει την γυναίκα ως μούσα, της οποίας το κάλλος ήταν απαράμιλλο, εκθαμβωτικό, αστείρευτο, ακαταμάχητο. Όμως, τι κρύβεται πίσω από τούτη την ομορφιά, πίσω από τα αινιγματικά βλέμματα των ανδρείκελων που πόζαραν και εξακολουθούν να ποζάρουν σιωπηλά μπροστά από ζωγράφους, ποιητές και φωτογράφους; Και, κατά πόσο ήταν ή εξακολουθεί να είναι δική τους απόφαση ο εγκλεισμός της γυναικείας φύσης εντός μίας εικόνας, ενός στερεοτύπου;
Κάποτε, η Σιμόν Ντεμπωβουάρ μας δήλωσε πως «Γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι.», και είχε δίκιο, καθώς ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο σεβασμός για την ίδια σου την εκ’ γενετής δομή, πρέπει να κατακτηθεί· δεν είναι δεδομένος. Για να σε σεβαστούν πρέπει να φωνάξεις· πρέπει να διεκδικήσεις· πρέπει να “πολεμήσεις”. Αναφέρομαι στον ίδιο κόσμο όπου κάποτε χύθηκε αμέτρητο αίμα ώστε να καθιερωθούν τα ίδια θεμελιώδη δικαιώματα που τώρα, γι’ ακόμη μια φορά, καθημερινά πλήττονται κατάφορα· πόσο μάλλον τα δικαιώματα ενός φύλλου που ακόμη αναφέρεται ως ασθενές. Κι αλήθεια, είναι ν’ αναρωτιέται κανείς, πώς είναι εφικτό ένας ασθενής να κατορθώνει και να φέρνει εις πέρας τόσους πολλούς ρόλους· της εργαζόμενης, της μητέρας, της μαθήτριας/φοιτήτριας, της καλλιτέχνιδος, της μονάδας, του μέλους μιας ομάδας, της ελεύθερης, της συζύγου, της διαζευγμένης, του μέλους της κοινωνίας, του πολιτικοποιημένου ατόμου, του επαναστατημένου ανθρώπου, της ίδιας της γυναίκας, ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ εν γένει. Προσωπικά, δεν εντοπίζω κάτι το μη υγιές σε όλα αυτά, κάποια έλλειψη σθένους· μάλιστα είναι προφανές το ακριβώς αντίθετο, μια γενναιότητα πέραν κάθε αμφιβολίας.
Πόσα χρόνια έχουμε χαραμίσει σε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσουμε το αινιγματικό χαμόγελο καθώς και το αινιγματικό βλέμμα της Μόνα Λίζα· όταν η απάντηση ίσως βρίσκεται, όπως συνήθως όλες οι απαντήσεις, μπροστά στα μάτια μας. Μια γυναίκα εγκλωβισμένη σε τέσσερις τοίχους, σε ένα πλαίσιο, σ’ έναν ρόλο, εκτεθειμένη σαν αγρίμι επι πληρωμή, μπροστά στ’ αχόρταγα μάτια πεινασμένων επισκεπτών, δεν έχει τίποτε το αινιγματικό. Η εκπόρνευση δεν είναι μυστήριο· το μόνο ανερμήνευτο σε όλη αυτή την υπόθεση είναι η ανοχή που εξακολουθεί να δείχνει το ανθρώπινο είδος σε τέτοιου είδους συμπεριφορές. Η κάθε γυναίκα μπορεί να φορέσει ένα αινιγματικό χαμόγελο κι ένα αινιγματικό βλέμμα και να σαγηνεύσει, καλύπτοντας εκείνην την ώρα την καταπίεση και την βία που έχει υποστεί κι εξακολουθεί να δέχεται, για την οποία δεν μιλά· δεν την καταγγείλει, από φόβο μήπως τα πράγματα γίνουν χειρότερα.
Οι αιώνες περνούν και τα πράγματα δεν εξελίσσονται ευοίωνα για κανένα από τα δύο φύλλα· η εικόνα ήταν και παραμένει η μεγαλύτερη απ’ όλες τις φυλακές. Γυναίκες δέσμιες των επιταγών της μόδας, ακροβάτες ανάμεσα στην θελκτικότητα και την προκλητικότητα, παίζουν τις ζωές τους κορώνα γράμματα με τα χιλιοστά ενός φορέματος, με τις αποχρώσεις ενός κραγιόν, σε πολλές περιπτώσεις για τις ανάγκες ενός σπιτιού…θυσιάζοντας την φυσική ομορφιά και την προσωπική αισθητική-επιλογή στον βωμό αυτού του μιαιφόνου «εμφανίσιμη» που παρελαύνει απροκάλυπτα σ’ όλες τις αγγελίες εργασίας. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτό το «εμφανίσιμη» στρέφεται ενάντια στην προσωπική τους ασφάλεια εντός του ίδιου του περιβάλλοντος εργασίας τους, αλλά και στους δρόμους που προορίζονται ώστε να κυκλοφορούν ελεύθερες; Μήπως, τελικά, οι δρόμοι μας έχουν ακόμη κάποιον κώδικα ενδυμασίας που πρέπει να τηρούμε προκειμένου να διαφυλάξουμε την σωματική μας ακεραιότητα; Αν ναι…τότε λυπάμαι, αλλά η ελευθερία μας εξακολουθεί να είναι πλαστή.
Συνεπώς, παρά τις όμορφες δηλώσεις περί ισότητας, που τόσα χρόνια παρελαύνουν στο δυτικό τουλάχιστον ημισφαίριο, ο σεξισμός συνεχίζει να ελλοχεύει, πιστός συνοδοιπόρος του πολιτισμού, της πολιτικής, του marketing. Το γυναικείο σώμα αποτυπώνεται ως επι το πλείστον ιδωμένο μέσα από την αντρική ματιά παντού στα ΜΜΕ, ωθώντας έτσι σύσσωμο το γυναικείο φύλλο να υποταχθεί στα πρότυπα που κατασκευάζονται προκειμένου κάτι το απολύτως φυσικό να φιλτράρεται και να επανακυκλοφορεί ώστε να είναι αποδεκτό και αρεστό. Οι γυναίκες όμως ήταν και είναι άνθρωποι με βαρύτητα και υπόσταση· σκέψη, βούληση και προσωπική σκοπιά· και τα βλέμματα όλων εκείνων των μοντέλων αντίκριζαν και εξακολουθούν αντικρίζουν τους «ζωγράφους» που στέκονται απέναντί τους, φιλτράροντάς τες και αποδίδοντάς τες όπως θα τις ήθελαν εκείνοι. Πώς θα ήταν άραγε διαμορφωμένη η κοινωνία, αν για μια φορά τα μοντέλα αυτά έκαναν τα πορτραίτα των ζωγράφων τους; Σίγουρα θα επρόκειτο για ένα γερό πλήγμα στην πατριαρχία, και για ένα ακόμη ισχυρότερο στην τέχνη· μιας και η ομορφιά στο τέλος είν΄εκείνη που σώζει τον κόσμο. Και η ομορφιά είναι άρτια μονάχα όταν είναι ατόφια κι ανέγγιχτη.
Κλείνοντας, θεμιτό θα ήταν να τονιστεί πως ο φεμινισμός, δεν είναι άποψη, δεν είναι ιδεολογία, μα ούτε απλά κίνημα· είναι μια προϋπόθεση και μια αναγκαιότητα προκειμένου να υπάρξουμε.
Ευχαριστούμε την κ. Αδαμοπούλου για τις πληροφορίες και τον σχεδιασμό των εικαστικών του άρθρου.
Η Μαριάννα Αδαμοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Λονδίνο Art & Design κι έκτοτε ασχολείται ενεργά με το Graphic Design. Ακόμη, είναι μουσικός καθώς και συγγραφέας, έχοντας γράψει, μεταξύ άλλων, το Best Seller «Η Πόρνη» εκδόσεις iWrite, Αθήνα 2018.
follow us on twitter