ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ-ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ Α.Τ.Ε.Ι.
ΑΘΗΝΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΟΠΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΠΤΟΜΕΤΡΙΑΣ, ΠΑΤΕΡΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ, ΦΩΤΕΙΝΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Π., ΧΑΝΔΡΙΝΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ, ΠΛΑΚΙΤΣΗ Α., ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ ΣΤΕΛΛΑ, ΝΤΖΙΛΕΠΗΣ Γ.. Στην καθημερινότητά μας, ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε πολύ συχνά, είναι αυτό των ξηρών οφθαλμών. Η έρευνα, μάς αποκαλύπτει ότι ένα 10% του γενικού πληθυσμού κάτω των 60 ετών, μπορεί να εμφανίζει προβλήματα ξηροφθαλμίας στον Δυτικό κόσμο.
Για όσους ασχολούνται και με την εφαρμογή φακών επαφής, η ξηροφθαλμία ή απλά η αίσθηση στεγνών ματιών κατά την χρήση φακών επαφής είναι από τα παράπονα που θα ακούσουμε πολύ συχνά και θα προσπαθήσουμε να επιλύσουμε αλλάζοντας υλικά στους φακούς επαφής ή χρησιμοποιώντας διαφορετικά υγρά καθαρισμού, προσθέτοντας τεχνητά δάκρυα, κλπ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 50% των περίπου 35.000.000 χρηστών φακών επαφής στις ΗΠΑ, θα παρουσιάσουν προβλήματα ξηροφθαλμίας, με ένα περίπου 10%-20% να περιορίζει σημαντικά την χρήση τους ή και να την εγκαταλείπει για αυτόν τον λόγο, με αποτέλεσμα τα υψηλά ετήσια ποσοστά dropouts που βλέπουμε στους χρήστες φακών επαφής.
Αν και πολύ συχνή, λοιπόν, η αίσθηση της ξηροφθαλμίας ως σύμπτωμα, η κλινική της διάγνωση δεν είναι πάντα πολύ εύκολη μια και τα κλινικά σημεία δεν είναι πάντα εμφανή και οι κλινικές δοκιμασίες που χρησιμοποιούνται για την διάγνωση δεν έχουν πάντα απόλυτη αξιοπιστία. Το τεστ του Schirmer που μετρά την ποσότητα του δακρυικού όγκου πλέον θεωρείται αρκετά αναξιόπιστο για την διάγνωση της ξηροφθαλμίας αν κι ένα ισχυρά αρνητικό αποτέλεσμα αποτελεί σαφή ένδειξη ξηροφθαλμίας λόγω μειωμένης παραγωγής δακρύων (McCartyetal.,1998).
Από τα υπόλοιπα τεστ που χρησιμοποιούμε (BUT, NIBUT, χρώση με RoseBengalή LissamineGreenή με φλουροσείνη), το BUT φαίνεται να είναι το πλέον αξιόπιστο μια και συνδέεται άμεσα με την σταθερότητα της δακρυικής στοιβάδας. Άλλες ενδείξεις και κλινικά σημεία στον οφθαλμό όπως οι επιπεφυκοτικές πτυχές μέσω του LIPCOFgradingtestμπορεί επικουρικά επίσης να δίνουν σημαντικές πληροφορίες (Hoh, 1995; Nemethetal, 2012; Poult, 2008;2009).
Η ξηροφθαλμία μπορεί να δεχτεί διάφορες κατηγοριοποιήσεις (Foulksetal, 2007) το κοινό όμως χαρακτηριστικό όλων των μορφών ξηροφθαλμίας είναι τελικά η αυξημένη ώσμωση των δακρύων του οφθαλμού. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε κάποιας δυσλειτουργίας στους μειβομιανούς αδένες, είτε λόγω ελαττωμένων βλεφαρισμών (συχνή στους χρήστες Η/Υ, οθονών, κλπ), είτε λόγω έλλειψης βιταμίνης Α, είτε λόγω παρουσίας ενός συνδρόμου Sjogren, είτε κάποιας δυσλειτουργίας στον δακρυικό αδένα (Gilbard, 2004; Gilbardetal., 1987).
Η μέχρι τώρα κύρια αντιμετώπιση του συνδρόμου του ξηρού Οφθαλμού (DryEyeSyndrome-DES) είναι η χρήση σκευασμάτων τεχνητών δακρύων Calonge2001 Huangetal., 2002). Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί σκευάσματα τα οποία, έχουν φανεί αρκετα αποτελεσματικό είτε περιλαμβάνοντας το φυσικό λιπαντικό υαλουρονικό νάτριο (sodiumhyaluronate) σε διάφορες συγκεντρώσεις στην σύνθεση τους (Aragonaetal., 2002), είτε επιτυγχάνοντας πολύ καλές τιμές λίπανσης και ελαττωμένης τριβής (lubricityandfriction), είτε αυξάνοντας το πάχος της λιπιδικής στοιβάδας των δακρύων και μειώνοντας την εξάτμιση τους (Korbetal., 2005; Ketelsonetal., 2004; Ronconeetal., 2010).
Η ξηροφθαλμία είναι μία κατάσταση, λοιπόν, συχνά πολυπαραγοντική, ειδικά στους χρήστες φακών επαφής, όπου συμμετέχουν και παράγοντες που αφορούν τα χαρακτηριστικά των φακών επαφής, των υγρών καθαρισμού και τον τρόπο χρήσεως των φακών, αλλά ένας τομέας ο οποίος αποδεδειγμένα επηρεάζει την κατάσταση των δακρύων στο μάτι και ίσως δεν έχει προσεχθεί μέχρι τώρα πολύ είναι αυτός της διατροφής.
Ήδη στις προηγούμενες γραμμές αναφερθήκαμε στην έλλειψη βιταμίνης Α η οποία θεωρείται απαραίτητη για την καλή υγεία των βλεννωδών μεμβρανών του οργανισμού καθώς και για την σωστή λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος (Musidaetal., 2009). Είναι απαραίτητη άλλωστε και για την σύνθεση της ροδοψίνης στον αμφιβληστροειδή (Kanski, 2007). Είναι χαρακτηριστικό ότι το μελάγχρουν επιθήλιο είναι το δεύτερο όργανο/ιστός του οργανισμού μας σε μεταβολισμό και αποθήκευση βιταμίνης Α μετά το συκώτι. Επίσης, έχει αποδειχθεί ότι βοηθά στην ακεραιότητα και δυνατότητα επούλωσης του κερατοειδικού επιθηλίου (Gilbard, 2004). Στον αναπτυσσόμενο κυρίως κόσμο (χώρες Αφρικής, για παράδειγμα) η έλλειψη βιταμίνης Α οδηγεί σημαντικό ποσοστό ατόμων σε σημαντικά προβλήματα όρασης που μπορεί να ξεκινούν από την ημεραλωπία (Nightblindness) και να φθάνουν στην δημιουργία ελκών και ουλών στον κερατοειδή ή και σε ξήρανση του Οφθαλμικού βυθού (XerophthalmicFundus – Chander).
Τα λιπαρά οξέα Ω6 τα βρίσκουμε σε φυσικές ζωικές ή φυτικές πηγές όπως τα πουλερικά, τα αυγά, όλα τα φυτικά έλαια (καλαμποκέλαιο, ηλιέλαιο, ελαιόλαδο), στα δημητριακά, έτσι που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφής μας. Η επίδραση τους στην δακρυική στοιβάδα και στην ξηροφθαλμία έχει μελετηθεί εκτενώς και έχουν προκύψει κυρίως θετικά στοιχεία. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί σαφής μείωση των συμπτωμάτων ξηροφθαλμίας σε ασθενείς με σύνδρομο Sjogren, μειωμένη χρώση του επιπεφυκότα με lissaminegreenσε άτομα με ξηρά κερα- τοεπιπεφυκίτιδα (keratoconjuctivitissicca) και αυξημένη παραγωγή δακρύων μετά από δμηνη αγωγή συστηματικής λήψης συμπληρωμάτων διατροφής με Ω6 (Caffrey, 1991 Pinaetal., 2007 Aragonaetal„ 2005).
Όσον αφορά τα περισσότερο ξεχασμένα μέχρι πρότινος Ω3, οι καλύτερες διατροφικές τους φυσικές πηγές είναι ο λιναρόσπορος, τα καρύδια, τα φουντούκια, τα λιπαρά ψάρια (σολομός, τόνος, σαρδέλες, σκουμπρί) και το ελαιόλαδο. Τα λιπαρά οξέα Ω3 έχουν συνδεθεί με πολύ ελαττωμένα ποσοστά αναφοράς συμπτωμάτων ξηρού οφθαλμού (Milijianovicetal., 2005; Rashidetal, 2005), μειωμένη χρώση κερατοειδούς και αντιφλεγμονώδη δράση (Rashidetal., 2005; Gilbard, 2004), και ομαλοποίηση των εκκρίσεων των μειβομιανών αδένων οπότε και βελτίωση της ποιότητας του δακρυικού φιλμ σε άτομα με δυσλειτουργία των μειβομιανών αδένων (Pinaetal., 2007).
Το σημαντικότερο όμως στοιχείο στην λήψη των λιπαρών οξέων Ω3 και Ω6 είναι όπως προαναφέραμε η λήψη τους σε σωστές μεταξύ τους αναλογίες. Στην σύγχρονη διατροφή στις ανεπτυγμένες χώρες τα ποσοστά λήψης των Ω3 και Ω6 από τα καθημερινά γεύματα προκύπτει να είναι έως και 1:20 (Ω3:Ω6). Η σύγχρονη έρευνα όμως δείχνει ότι αυτή η αναλογία θα ήταν προτιμότερο να είναι περίπου 1:4 έως και 1 2,3 γιατί η υπερκατανάλωση λινολεινικού οξέος (LA-Ωβ) οδηγεί τελικά σε μειωμένη ποσότητα απορρόφησης λιπαρών οξέων Ω3 (ΕΡΑ και DHA) (Gilbard, 1987· Badouin, 2001 Delalieuetal., 2008). Και σε αυτό συντελεί και μια διαπίστωση που έρχεται από παλιές έρευνες στους πληθυσμούς των Εσκιμώων στους οποίους διαπιστώθηκε πολύ μικρό ποσοστό καρδιαγγειακών διαταραχών και εμφραγμάτων και ταυτόχρονα πολύ πιο ισομερείς αναλογίες λιπαρών οξέων Ω3 και Ω6 λόγω της διατροφής με πολλά λιπαρά ψάρια που είναι και η καλύτερη φυσική, ζωικής προελεύσεως, πηγή των Ω3 (αναφορά σε Foulksetal., 2007)!
Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οι συνδυασμοί λιπαρών οξέων Ω3 και Ω6 δεν πρέπει να παραβλέπονται στην αντιμετώπιση του συνδρόμου ξηρού οφθαλμού ακόμη κι αν προέρχονται από την λήψη συμπληρωμάτων διατροφής κι όχι από φυσικές πηγές. Κατά τους Ronconeetal(2010), η εκτεταμένη μελέτη της υπάρχουσας βιβλιογραφίας δείχνει ότι ειδικά τα λιπαρά οξέα Ω3
α) αποκαθιστοΰν την λιπιδική στοιβάδα των δακρύων μειώνοντας την εξάτμιση τους,
β) μειώνουν τις φλεγμονώδεις αντιδράσεις, και
γ) αυξάνουν την δακρυική παραγωγή.
Καλό θα είναι λοιπόν να αναζητούμε λύσεις κι έξω από τα συνηθισμένα πεδία δράσεως μας. που είναι τα υλικά των φακών επαφής, τα υγρά καθαρισμού και απολύμανσης και τα τεχνητά δάκρυα.
source: ΟΠΤΙΚΑ ΝΕΑ
Follow us: https://twitter.com/GlyfadaMetropol