Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου επαναλαμβάνει συνεχώς τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Δικτατορία. Κάτι στο οποίο αναφερόταν συχνά πυκνά ανάμεσα στις αφηγήσεις της ήταν το χιλιοειπωμένο “Μαθαίναμε τι γινότανε στη χώρα μας από το ραδιόφωνο, όταν πιάναμε BBC.” -Αυτό ήταν κάτι που τη δεκαετία του ’90 δε μπορούσε να το συλλάβει ο παιδικός νους μου. -Τότε, έτσι κι αλλιώς, υπήρχαν μόνο οι εφημερίδες και το ραδιόφωνο, οπότε κάπως εκλογικευόταν η όλη κατάσταση στο άγουρο μυαλό μου. Τώρα όμως;
Έχουνε περάσει πια 20-25 χρόνια από τότε που άκουγα καθημερινά αυτές τις ιστορίες σαν μια χιλιοπαιγμένη κασέτα. Και πάλι όμως, έχω βρεθεί μ’ έναν “στενό νου”, ο οποίος αν δε μπορούσε να χωρέσει το τι γινόταν από το ’38 έως και το ’73, τότε που υπενθυμίζω πως τα μέσα περιορίζονταν στον τύπο και το ραδιόφωνο, σήμερα δε μπορεί να χωρέσει το πως γίνεται με όλα αυτά τα κανάλια, τους σταθμούς, τις ιστοσελίδες, τα κοινωνικά δίκτυα να μη σε πετυχαίνει κάπου ξυστά η απεικόνιση της ωμής πραγματικότητας εκτός μόνο αν την αναζητήσεις επίμονα. -Ένα εξαιρετικό παράδειγμα είναι το βίντεο που αναρτήθηκε εχτές από το BBC, το οποίο κάλυψε τη συγκέντρωση σχετικά με τα Τέμπη στο Σύνταγμα . -Ναι, ναι…εξού και το λογοπαίγνιο στον τίτλο.
Τα δύο τελευταία καλοκαίρια ήταν επιεικώς φρικαλέα, σε βαθμό που ο μικρότερος εαυτός μας, εκείνος που μετρούσε αντίστροφα τις ημέρες για να φτάσει το καλοκαίρι, για να το αξιολογήσει σε μπάνια και παγωτά, βρήκε μέσα μας την πιο σκοτεινή γωνία και θάφτηκε κάτω απ’ τις στάχτες που εισπνέαμε όσο παρακολουθούσαμε τηλεπαιχνίδια και επαναλήψεις στην τηλεόραση. -Κάπου αργήσαμε να πάρουμε χαμπάρι πως ό,τι συμβαίνει δεν το δείχνει πλέον η τηλεόραση σε έκτακτο δελτίο· κάποιοι, ακόμη, το πήγαν ακόμα παραπέρα, πιστεύοντας πιθανώς πως αυτές οι γκριζοπές νιφάδες που έραιναν την καλοκαιρινή μας λιακάδα έρχονταν από κάπου “πολύ πολύ μακριά” (βλ. Γάζα, Ουκρανία, Ολοκαύτωμα κ.α.), ούτε από την κοιλάδα των Τεμπών, ούτε από τον Θεσσαλικό Κάμπο, οπότε “βουτήξτε ελεύθερα”. Γιατί, πάντα το κακό συνέβαινε μακριά από εμάς, χρονικά ή τοπογραφικά. Κάποιοι άλλοι, κι εδώ είναι το κρίμα, είδαν και άκουσαν την φωτιά απευθείας έξω από την πόρτα τους, γιατί έστω και έχοντας πρόσβαση στα υπόλοιπα ενημερωτικά μέσα, έπεσαν πριν από την καταστροφή θύματα του αλγόριθμου.
Για να επιστρέψουμε στη γιαγιά μου, θα αφηγηθώ μια ιστορία που για κάποιον λόγο έρχεται και με βρίσκει τις πιο άτοπες στιγμές, τσαλακώνοντας την φαινομενική ηρεμία μου. Μιαν αφήγηση που σαν βελόνα με κλωστή κέντησε την μνήμη μου, χωρίς ποτέ να μάθω το γιατί· το γιατί την άκουσα, αλλά πρωτίστως το γιατί της ίδιας της ιστορίας. -Ίσως, στο πρώτο “γιατί”, να υπάρχει μιαν απάντηση: παίζοντας και ξαναπαίζοντας στο (και με) το μυαλό μου αυτή η ιστορία συνειδητοποίησα πως ποτέ μου δεν ένοιωσα τίποτα στο άκουσμά της, παρ’ ότι περιγράφει την απόλυτη φρίκη, τον θάνατο αυτό καθαυτό, την επιτομή του φόβου. Γιατί, τελικά, η ενσυναίσθηση δεν είναι κληρονομική, αλλά επίκτητη.
“Ένα συννεφιασμένο πρωινό του 1941, ενόσω η γιαγιά μου ούσα μόλις 13ων ετών έπαιρνε το πρόγευμά της με του λοιπούς προγόνους μου, η πόρτα άνοιξε με πάταγο και κάμποσοι Ναζί επίταξαν με το έτσι θέλω το σπίτι, πετώντας τους όπως ήταν με τις πιτζάμες έξω, για να βρεθούν να περπατήσουν ξυπόλητοι από την Σπάρτη στην Αθήνα. Εκεί που πάντοτε στεκόταν η γιαγιά, κάνοντας μια παύση στην αφήγησή της, ήταν το σημείο που “τους πετούσαν έξω απ’ το ίδιο τους το σπίτι”, όχι όμως για αυτό, μιας και ακόμη μες στην αναταραχή δεν είχαν συλλάβει το γεγονός, αλλά, επειδή η πρώτη εικόνα που αντίκρυσε βγαίνοντας στον κρύο πρωινό αέρα ήταν ο δάσκαλός της γονατισμένος μπρος σ’ ένα πεύκο. Μέσα σ’ ένα λεπτό που, απ’ ότι φαίνεται ακόμα βαστά γερά, κοιτάχτηκαν στα μάτια κι έπειτα με στραμμένο το βλέμμα στον κορμό δέχτηκε την σφαίρα “πισώπλατα” στο κεφάλι.”
Αν το σκεφτείς, είναι σοκαριστικό· αλλά μέχρι εκεί. Ποτέ δεν ένιωσα ούτε μια ρανίδα θλίψης, λύπης, φόβου για αυτό το περιστατικό ή για εκείνον τον αδικοχαμένο άνθρωπο.-Στοιχηματίζω πως το ίδιο συμβαίνει και σε όποιον από εσάς έτυχε να την διαβάσει μόλις.- Αυτό δε συνέβη παρά μετά από πολλά χρόνια, όταν όλα αυτά τα συναισθήματα ξύπνησαν μπροστά στα μάτια μου, σε αποκλειστικά σύγχρονα με εμένα περιστατικά και βιώματα. Όταν σε πραγματικό χρόνο απειλούμουν εγώ ή κάποιο από τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Τότε και μόνο “τα έκανα πάνω μου”, με κάθε πιθανό τρόπο. Ίσως, αυτό να μ’ έκανε να βγω τότε, ούσα συνομήλικη με τον Αλέξη, στους δρόμους· το ίδιο που μ’ έκανε να δακρύσω στο άκουσμα του Εγκλήματος των Τεμπών, ν’ ανατριχιάζω κάθε φορά που ένα παιδί αποκαλεί μάνα την Μάγδα Φύσσα, βλέποντας ξανά φωτογραφίες από το άνοιγμα του Νταχάου. Έκτοτε, όση βία κι αν ξεχύνεται σαν βόθρος απ’ το ραγισμένο γυαλί της τηλεόρασης μέρα-νύχτα, δε μένω μονάχα στο ν’ αναρωτιέμαι “Τι στο διάολο συνέβη;”, όπως τότε με τους Δίδυμους Πύργους, το Ιράκ και το Τσουνάμι. Ας πούμε πως, μέσα στον καθένα από εμάς υπάρχει ένας αόρατος γυάλινο τοίχος, όπου έρχεται μια στιγμή στη ζωή του καθενός κατά την οποία τον βρίσκει ένας λίθος της πραγματικότητας, ή μια αποστρακισμένη σφαίρα, σπάζοντας τον σε χίλια κομμάτια, κάνοντας σε να περάσεις όλο το υπόλοιπο της ζωής σου μαζεύοντας τα.
Και, επειδή κάπως πρέπει να κλείσω το θέμα, αντί για τα μάτια, ας πούμε πως καλό θα ‘ταν από εδώ και πέρα να δούμε το παρόν ως την ευκαιρία να πάμε πίσω στο παρελθόν αποκλειστικά ώστε να πάρουμε φόρα για να πηδήξουμε στο μέλλον. Διαφορετικά, θα πέσουμε στο χάσμα.
Αδαμοπούλου Μ.
source: inkathens.wordpress.com