|| Άποψη ||

 

και να που οι παρέες μαζεύτηκαν ξανά στις παραλίες, στα μπαλκόνια, στους δρόμους, στις ταράτσες. Γέλια και μουσικές ακούστηκαν και παιδιά φάνηκαν να παίζουν όπως άλλοτε στους δρόμους. Μύρισαν οι νεραντζιές και τα γιασεμιά και έπεσαν τα πρώτα πεφταστέρια. Δεν χρειαστήκαμε πολλά· μονάχα λίγες μπύρες απ’ το περίπτερο και τα πρώτα παγωτά. Αρχίσαν και οι βουτιές. Πλημμύρισε και η δεξιά λωρίδα με ποδήλατα…

 

Φίλοι παλιοί, φίλοι καινούριοι· απ’ το σχολείο, απ’ την δουλειά, απ’ τις ιδέες…

Σαν να μην πέρασε μια μέρα· γιατί, έτσι είναι η φιλία, δεν γνωρίζει από ημέρες, δεν καταλαβαίνει από πολέμους, επιδημίες και δυσκολίες. Και, αγκαλιαστήκαμε· μοιραστήκαμε το ίδιο μπουκάλι, τα ίδια αστεία, τις ίδιες εικόνες, πιάσαμε τον ίδιο χορό· τον ξεγελάσαμε πάλι τον θάνατο· κι εμείς ξανά παιδιά στα πάρκα.

 

Κλείσανε και οι τηλεοράσεις· πόση οθόνη πια ν’ αντέξει ένας άνθρωπος! Τετραγωνίσανε τα μάτια μας…, γιατί, όπως έλεγε κι ο Φρέντυ «Ποτέ η τηλεόραση δεν θ’ αντικαταστήσει την εφημερίδα· τι μπορείς να τυλίξεις σε μια τηλεόραση;». Και, όπως στρίβαμε στην γωνιά για να γυρίσουμε στα σπίτια μας, πλακώσανε τα όργανα και σπάσαμε· να τα και τα δυο μέτρα απόσταση, ανάμεσα στα γέλια! – Το βρήκαμε το φάρμακο: με το γέλιο πάντοτε νικούσαμε το κακό σε τούτο τον τόπο, με το γέλιο θα νικήσουμε και τώρα.

 

Πώς να πεις όχι στον ήλιο, στην θάλασσα και στην ζωή εκεί έξω;

Μ’ όλα τα χρώματα βάφτηκε ο ουρανός κι έβαψε κι εμάς μαζί του στο στερέωμα· καλώντας μας να επαναστατήσουμε ενάντια στην θλίψη.

Δεν είμαστε καμωμένοι για τόση βουβαμάρα· ανασταινόμαστε κάθε Μεγάλο Σάββατο κι αναζητάμε τα καλοκαίρια που μας τάξανε οι χειμώνες. Και, ήταν βαρείς τούτοι οι χειμώνες που περάσαν· περνώντας, όχι από δίπλα μας, μα από πάνω μας· αλλά, τώρα ήρθ’ η ώρα, να τους αποτινάξουμε, σαν ήρωες μιας άλλης εποχής.

 

Περάσαμε πολλά χρόνια δοξάζοντας, εξιδανικεύοντας καιρούς αλλοτινούς· πιστεύοντας πως οι παλιοί είχαν κάτι το ένδοξο, το γενναίο, που σε εμάς υπολείπεται. Όμως όχι, δεν είναι αλήθεια. Κάθε εποχή έχει την δική της αίγλη· τις δικές της τραγωδίες, τα δικά της μοναδικά θαύματα και τα δικά της αστέρια να φεγγίζουν στις σελίδες τις. Αυτή είναι η δική μας εποχή και είναι πολύτιμη· γεμάτη νέους που στο βάθος γνωρίζουν να πολεμούν, να διεκδικούν, να λυγίζουν και να παραστέκονται.

 

Στο τέλος, όλοι οι τύραννοι συντρίβονται.

Οι καιροί και τα μέτρα αλλάζουν· οι συνήθειες σπάνε, τα τοπία πότε οικεία και πότε ξένα μοιάζουν. Μονάχα οι άνθρωποι, ό,τι κι αν υποστούν, στο βάθος παραμένουν άνθρωποι· κι όσοι από αυτούς δεν υπακούν στην φύση τους, αλλά σε κάτι ξένο, δεν γίνονται παρά θήτες του ίδιου τους του εαυτού.

 

Γι’ αυτό, λοιπόν, ας έχουμε το νου μας.

Καλό καλοκαίρι!

 

 

Ευχαριστούμε την κ. Αδαμοπούλου για τις πληροφορίες και τον σχεδιασμό των εικαστικών του άρθρου.

Η Μαριάννα Αδαμοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Λονδίνο Art & Design κι έκτοτε ασχολείται ενεργά με το Graphic Design. Ακόμη, είναι μουσικός καθώς και συγγραφέας, έχοντας γράψει, μεταξύ άλλων, το Best Seller «Η Πόρνη» εκδόσεις iWrite, Αθήνα 2018.

 

follow us on twitter