Του Σπύρου Τζόκα

 

Πόσες και πόσες φορές τα ταξίδια μας με το αγαπημένο μας μέσο το τρένο. Έτσι η φαντασία μας συνταίριαζε με την πραγματικότητα. Η ζωή έμοιαζε με τις κινηματογραφικές ταινίες. Εκείνες τις ταινίες της Άγκαθα Κρίστι, με τον Ηρακλή Πουαρώ να ταξιδεύει με τα πολυτελή τρένα. Εκεί κοντά ήμασταν και μεις. Στους διαδρόμους του τρένου να κάνουμε χαβαλέ, στο κυλικείο να απολαμβάνουμε τον καφέ και την προσφορά που συνήθως ήταν το κρουασάν και ύστερα να ρίχνουμε και κανέναν υπνάκο έτσι στη ζούλα, για να είμαστε και ξεκούραστοι όταν φτάσουμε. Το πιο ασφαλές μεταφορικό μέσο λέγαμε, αλλά και πιο μουράτο και κυρίως φτηνό. Στο Λιανοκλάδι χτυπάγαμε και κανένα σουβλάκι, έτσι για να στανιάρουμε. Νέοι ήμασταν τότε. Είχαμε καλές σχέσεις με το χρόνο.

Νέοι ήταν και τώρα, παιδιά. Έκαναν όνειρα, όπως και μεις τότε. Από γλέντι γυρνούσαν. Γεμάτοι ζωή. Παντού, στις διαδηλώσεις, στις συγκρούσεις, στα ξενύχτια, στις παρέες. Τώρα οι αναμνήσεις, οι αναστοχασμοί χρήσιμοι ή όχι αγγίζουν τα όρια της ασημαντότητας. Η θλιβερή  εικόνα δίπλα από το σκοτεινό τούνελ και η αγωνία μας σημάδεψαν. Τα νιάτα μας διαδρομή Αθήνα-Σαλονίκη… Και τώρα ξεμείναμε. Πολλά άλλαξαν. Η ζωή έγινε αγοραίο είδος. Οι αμαρτωλές ηγεσίες των κομμάτων που κυβέρνησαν έδειξαν τη γύμνια τους, το σώβρακο κατέβηκε μέχρι τα γόνατα και έπεσε μόνο του. Το κεφάλαιο μπροστά και αυτές από πίσω κατά πόδας.

Δεν μιλάμε. Μια απέραντη σιωπή που φωνάζει δυνατά. Μια σιωπή που κραυγάζει  για τη ψυχή μας, που νομίσαμε πως τη κάναμε σημαία της γης. Για τον κόσμο που δεν χώρεσε στο όνειρό μας. Για την ανατροπή που ξεκινήσαμε και ξεμείναμε. Για την ήττα που δεν υπογράψαμε παρά τις πιέσεις που δεχτήκαμε. Για την παρέα που δεν προδώσαμε. Για την κόκκινη σημαία που υψώσαμε ΠΑΛΙ. Για το στεφάνι που καταθέσαμε. Για τις νύχτες που αγκαλιάσαμε. Για τις ταβέρνες που μιλήσαμε. Για τις σφαλιάρες που φάγαμε. Για τις αγωνίες που περάσαμε.  Κυρίως όμως και για το ταξίδι που δεν έγινε. Για τα συντρίμμια που μας το θυμίζουν..

Η θλιβερή  εικόνα δίπλα από το σκοτεινό τούνελ. Και η μάνα να περιμένει. Κουράστηκε. Έπρεπε να γυρίσει σπίτι. Τι να κάνει εκεί; Τίποτα δεν είχε. Κοίταξε ψηλά την  ουράνια βασίλισσα. Κόκκινο, χάρτινο φεγγάρι. Απομακρυνόταν σιγά, σιγά. Το μόνο που έβλεπε ήταν το χρώμα του ουρανού που γινόταν όλο και πιο σκούρο, βαθαίνοντας και το χρώμα τοΑθήναυ νερού και τον ορίζοντα πίσω από τα βουνά να φεγγίζει, λες και πίσω από αυτά τα κοντινά ορεινά κρυβόταν ο ήλιος. Ψευδαίσθηση, η δύση ήταν πίσω. Ο κόσμος της έδυσε.

Έτσι και αλλιώς όλα πουλιούνται και αγοράζονται στις μέρες μας. Και ο άνθρωπος ένα εμπόρευμα είναι. Ο Μπ. Μπρεχτ στην Μπαλάντα του Έμπορα το λέει:

Τι είναι στ’ αλήθεια ο άνθρωπος

πού να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι

ποιος να το ξέρει τάχα.

Δεν ξέρω ο άνθρωπος τι είναι

Ξέρω την τιμή του μονάχα.

 

source

 

κεντρική photo: pexels